Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Τραγούδι : Δημοτικό μοιρολόι από την Πελοπόννησο



Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ' αηδόνια
με γέλασαν και μού ' πανε, ο Χάρος δε με παίρνει.
Μη με παίρνεις, Χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις.
΄Αιντε και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
βλέπω το Χάρο νά' ρχεται στο άλογο καβάλα.
Τι να κάνω, τι να κάνω, σαν σκεφτώ πως θα πεθάνω.

( Από τα αγαπημένα μου δημοτικά τραγούδια. Ανήκει στα τραγούδια της τάβλας. Το τραγουδούσαν στις οικογενειακές μαζώξεις κάποτε στις γιορτές και στα πανηγύρια, όταν οι συγγενείς ήσαν πιο δεμένοι απ' ό,τι σήμερα. Μου θυμίζει πρόσωπα που έφυγαν και είναι πια λησμονημένα. )

Ποίηση του Charles d' Orleans 1394-1465

(Γιος του Λουδοβίκου της Ορλεάνης και αδελφός του Καρόλου Ε΄. ΄Εζησε στην Αγγλία ως αιχμάλωτος, 25 περίπου χρόνια.΄Εγραψε με μελαγχολικό, πικρό και νοσταλγικό τόνο μπαλάντες και ροντώ - επανάληψη της κύριας ιδέας του ποιήματος στο τέλος ή με παραλλαγές ενδιάμεσα . Βασικός δημιουργός της γαλλικής ποίησης με επιρροή ακόμη και στους συμβολιστές.)

                                         Charles d' Orleans (Wikipedia)

- Ελπίδα πια μην καρτερείς.
- Ποιος το' πε αυτό; - Η Μελαγχολία.
- Ψέμματα λέει. - Μην το θαρρείς.
- ΄Ωστε έχετε μαζί φιλία!

- ΄Οχι, μα δε μπορεί κανείς
   νά' χει ούτε τόση αμφιβολία.
   Ελπίδα πια μην καρτερείς.
- Ποιος το' πε αυτό; - Η Μελαγχολία.

- Τότε ας αλλάξουμε ομιλία.
- Τι τάχα νέο θες να μου πεις;
- Ολύμπια κράτα αδιαφορία.
- ΄Ο,τι κι αν λες ματαιοπονείς.
  Ελπίδα πια μην καρτερείς.