(Ο Αχιλλέας φροντίζει την πληγή του Πατρόκλου. Μουσείο Βερολίνου)
Οι Αχαιοί όλη τη νύχτα έκλαιγαν με βογγητά θρηνώντας τον Πάτροκλο, κι ανάμεσά τους ο γιος του Πηλέα έκανε την αρχή στο θλιβερό θρήνο βάζοντας τα ανδροφόνα χέρια του πάνω στα στήθη του συντρόφου του, αναστενάζοντας πολύ συχνά, σαν λιοντάρι με πυκνή χαίτη, που του έχει αρπάξει τα παιδιά κάποιος ελαφοκυνηγός από το πυκνό δάσος. Εκείνο, που φτάνει αργότερα,πικραίνεται, και τριγυρνά πολλά φαράγγια ψάχνοντας για τ' αχνάρια του ανθρώπου, μήπως τον βρει πουθενά, γιατί είναι πολύ δυνατός ο θυμός που τον έχει πιάσει.΄Ετσι κι αυτός βαριά στενάζοντας μιλούσε κι έλεγε στους Μυρμιδόνες :
" Αλίμονό μου, ψεύτικος ήταν ο λόγος που έβγαλα τη μέρα εκείνη, καθώς έδινα κουράγιο στο γενναίο Μενοίτιο στο παλάτι μας. Του έλεγα πως θα του πάω πίσω στον Οπούντα τον ένδοξο γιο του, αφού πρώτα θα έχη κυριέψει το ΄Ιλιο και πάρει το ανάλογο μερτικό από τα λάφυρα. Μα ο Δίας δε δίνει τέλος σε όλα τα σχέδια των ανθρώπων. Γιατί είναι γραφτό να κοκκινίσουμε με το αίμα μας την ίδια γη και οι δυο μας, εδώ στην Τροία.
Γιατί ούτε κι εμένα γυρισμένο πίσω θα δεχτή στο παλάτι ο γέροντας Πηλέας που κυβερνάει τ' άλογα, ούτε η μάνα μου η Θέτιδα, μόνο θα με σκεπάση αυτή εδώ η γη. Τώρα όμως αφού, Πάτροκλε, θα έρθω κάτω από τη γη ύστερα από σένα, δε θα σε θάψω, πριν φέρω εδώ τα όπλα και το κεφάλι του ΄Εκτορα, του γενναίου φονιά σου, και κόψω τους λαιμούς από δώδεκα λαμπρά παιδιά των Τρώων μπροστά από τα πυρά σου, από το θυμό μου που σκοτώθηκες. Ως τότε θα μου κείτεσαι έτσι κοντά στα στρογγυλομύτικα καράβια, και γύρω από σένα γυναίκες Τρωαδίτισσες και Δαρδανίδες βαθύζωνες θα κλαίνε χύνοντας δάκρυα νύχτα και μέρα, αυτές που εμείς οι ίδιοι κερδίσαμε με κόπο, με τη δύναμη και το μακρύ δόρυ μας, όταν πατούσαμε πλούσιες πολιτείες θνητών ανθρώπων"
(Μετάφραση Ο. Κομνηνού - Κακριδή)
Οι Αχαιοί όλη τη νύχτα έκλαιγαν με βογγητά θρηνώντας τον Πάτροκλο, κι ανάμεσά τους ο γιος του Πηλέα έκανε την αρχή στο θλιβερό θρήνο βάζοντας τα ανδροφόνα χέρια του πάνω στα στήθη του συντρόφου του, αναστενάζοντας πολύ συχνά, σαν λιοντάρι με πυκνή χαίτη, που του έχει αρπάξει τα παιδιά κάποιος ελαφοκυνηγός από το πυκνό δάσος. Εκείνο, που φτάνει αργότερα,πικραίνεται, και τριγυρνά πολλά φαράγγια ψάχνοντας για τ' αχνάρια του ανθρώπου, μήπως τον βρει πουθενά, γιατί είναι πολύ δυνατός ο θυμός που τον έχει πιάσει.΄Ετσι κι αυτός βαριά στενάζοντας μιλούσε κι έλεγε στους Μυρμιδόνες :
" Αλίμονό μου, ψεύτικος ήταν ο λόγος που έβγαλα τη μέρα εκείνη, καθώς έδινα κουράγιο στο γενναίο Μενοίτιο στο παλάτι μας. Του έλεγα πως θα του πάω πίσω στον Οπούντα τον ένδοξο γιο του, αφού πρώτα θα έχη κυριέψει το ΄Ιλιο και πάρει το ανάλογο μερτικό από τα λάφυρα. Μα ο Δίας δε δίνει τέλος σε όλα τα σχέδια των ανθρώπων. Γιατί είναι γραφτό να κοκκινίσουμε με το αίμα μας την ίδια γη και οι δυο μας, εδώ στην Τροία.
Γιατί ούτε κι εμένα γυρισμένο πίσω θα δεχτή στο παλάτι ο γέροντας Πηλέας που κυβερνάει τ' άλογα, ούτε η μάνα μου η Θέτιδα, μόνο θα με σκεπάση αυτή εδώ η γη. Τώρα όμως αφού, Πάτροκλε, θα έρθω κάτω από τη γη ύστερα από σένα, δε θα σε θάψω, πριν φέρω εδώ τα όπλα και το κεφάλι του ΄Εκτορα, του γενναίου φονιά σου, και κόψω τους λαιμούς από δώδεκα λαμπρά παιδιά των Τρώων μπροστά από τα πυρά σου, από το θυμό μου που σκοτώθηκες. Ως τότε θα μου κείτεσαι έτσι κοντά στα στρογγυλομύτικα καράβια, και γύρω από σένα γυναίκες Τρωαδίτισσες και Δαρδανίδες βαθύζωνες θα κλαίνε χύνοντας δάκρυα νύχτα και μέρα, αυτές που εμείς οι ίδιοι κερδίσαμε με κόπο, με τη δύναμη και το μακρύ δόρυ μας, όταν πατούσαμε πλούσιες πολιτείες θνητών ανθρώπων"
(Μετάφραση Ο. Κομνηνού - Κακριδή)