Ο πλούτος ήλθε από τη θάλασσα, στο χέρσο αυτό νησί΄
δελφίνια που είν' η πλάτη τους σαν τόξο κολυμπάνε σαν μωσαικά σώματα,
όπου καπετάνιοι απ' την Ελλάδα χρήματα σωρεύαν
και τα αιχμηρά και κοίλα σχέδια στριφογυρνάν με την αντάρα της ορμής και της μανίας των κυμάτων.
Βήματα κατεβαίνουν στο λιμάνι. Και σ' αυτή την περιοχή
μπορούσες ν' αγοράσεις λάδι, καλαμπόκι ή άντρες και γυναίκες.
Ψηλά στον λόφο τον βουερό η Λητώ-γυναίκα
τον πόνο υπόφερε της γέννας, δίνοντας δυο θεούς στο θρύλο, λαμπρούς κι ανέραστους καθώς η θάλασσα.
Το ξέρουμε, η δουλεία δεν είναι μόνο αγοραία.
Εδώ ειδικά υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, ιερείς με τις πεντάρες τους.
Ξέρουμε την αυτοκρατορική δουλεία. Με το αλμυρό Αιγαίο ξεχύνονταν με κύματα από φλόγες κι από σκοτωμούς καυγάδες ξένων
ώσπου η ζωή εκομματιάστη, κι έγινε ησυχία.
Στις λεωφόρους τούτων των νεκρών θα σκέφτεσαι τη βία, την αγιοσύνη και τη βία, βία της θάλασσας που είναι πιο γαλάζια
κι από τα γαλανά μάτια΄ βία του ηλίου και της λατρείας του
βία του χρήματος και της λατρείας του.
Κι ήταν εδώ στο μώλο
που οι ξένοι αναζητούσαν την αλήθεια.