(Ασφόδελος : Το λουλούδι των νεκρών, του πένθους και της λησμονιάς. Οι αρχαίοι ΄Ελληνες το φύτευαν στους τάφους γιατί όπως αναφέρει ο ΄Ομηρος, οι νεκροί αναπαύονταν στον ΄Αδη σε "ασφοδελόν λειμώνα" δηλαδή λιβάδι από ασφοδίλια, και τρέφονταν με τους κονδύλους του)
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ΄ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια απ' ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ΄ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια απ' ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.