(Η Ανδρομάχη θρηνεί τον ΄Εκτορα. Του Ζακ Λουί Νταβίντ. Μουσείο Λούβρου)
"΄Εκτορα, εγώ η δυστυχισμένη με την ίδια μοίρα, καθώς φαίνεται, γεννηθήκαμε κι δυο μας, εσύ στην Τροία, στο σπίτι του Πριάμου, εγώ στη Θήβα κάτω από την Πλάκο, με τα πολλά δάση, στο σπίτι του Ηετίωνα, που με ανάθρεψε όταν ήμουν μικρή, ο δύστυχος εμένα την άτυχη΄ μακάρι να μη με γεννούσε. Τώρα εσύ πας στα παλάτια του ΄Αδη, στα βάθη της γης, και μένα με αφήνεις σε μισητό πένθος χήρα στο σπίτι. Και ο γιος μας είναι ακόμα μωρό, που τον γεννήσαμε εμείς οι δυο, οι δυστυχισμένοι, και ούτε εσύ θα του σταθείς βοήθεια.
΄Εκτορα, αφού πέθανες ούτε εκείνος σε σένα΄ γιατί κι αν ξεφύγη από τον πολυδάκρυτο πόλεμο των Αχαιών, πάντα θα τον περιμένουν πίκρες και βάσανα γιατί άλλοι θα του πάρουν τα χτήματα.
Τη μέρα που ορφανεύει το παιδί χάνει όλους τους συνομήλικούς του, πηγαίνει πάντα σκυφτό, τα μάγουλά του είναι δακρυσμένα΄μη έχοντας να φάη πηγαίνει στους φίλους του πατέρα του, και τραβά άλλον από τη χλαίνα και άλλον από το χιτώνα. Κι αν κανείς από αυτούς το λυπηθή και του δώσει λιγάκι από την κούπα του, του βρέχει τα χείλια μόνο, τον ουρανίσκο του δεν του τον βρέχει. Το παιδί που έχει και τους δυο γονείς του σπρώχνει το ορφανό, πέρα απ' το τραπέζι, χτυπώντας το με το χέρι και προσβάλλοντάς το άσχημα :
Πήγαινε χάσου, τέτοιος που είσαι΄ ο πατέρας σου δεν τρώει στο τραπέζι μας!
Κλαίοντας το παιδί πηγαίνει στη μητέρα του τη χήρα, ο Αστυάνακτάς μας, αυτός που άλλοτε στα γόνατα τού πατέρα του έτρωγε μονάχα μεδούλι και αρνίσιο πάχος. Κι όταν το έπαιρνε ο ύπνος και έπαυε πια να παίζη, κοιμόταν στο κρεβάτι, στην αγκαλιά της παραμάνας, στο μαλακό του στρώμα, αφού η καρδιά του είχε γεμίσει από όλα τα καλά. ΄Ομως τώρα που έχασε τον πατέρα του, πολλά μπορεί να πάθη ο Αστυάνακτας, όπως τον λένε με δεύτερο όνομα οι Τρώες΄ γιατί μονάχα εσύ τους γλύτωνες τις πύλες και τα ψηλά τείχη.
Τώρα εσένα κοντά στα στρογγυλομύτικα καράβια μακριά από τους γονείς σου θα σε φάνε τα ευκίνητα σκουλήκια γυμνό, αφού πρώτα χορτάσουν οι σκύλοι΄ κι όμως για σένα είναι φυλαγμένα μέσα στο σπίτι μας φορέματα λεπτά και χαριτωμένα, φτιαγμένα από γυναίκεια χέρια. ΄Ολα αυτά εγώ θα τα κάψω πέρα πέρα με καφτερή φωτιά, μα εσύ δε θα έχεις τίποτα να κερδίσης, γιατί δε θα κείτεσαι μέσα σ' αυτά΄ μονάχα για να ακουστή το όνομά σου μέσα στους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες"
(Palazzo Jatta in Ruvo, Puglia)
"΄Εκτορα, εγώ η δυστυχισμένη με την ίδια μοίρα, καθώς φαίνεται, γεννηθήκαμε κι δυο μας, εσύ στην Τροία, στο σπίτι του Πριάμου, εγώ στη Θήβα κάτω από την Πλάκο, με τα πολλά δάση, στο σπίτι του Ηετίωνα, που με ανάθρεψε όταν ήμουν μικρή, ο δύστυχος εμένα την άτυχη΄ μακάρι να μη με γεννούσε. Τώρα εσύ πας στα παλάτια του ΄Αδη, στα βάθη της γης, και μένα με αφήνεις σε μισητό πένθος χήρα στο σπίτι. Και ο γιος μας είναι ακόμα μωρό, που τον γεννήσαμε εμείς οι δυο, οι δυστυχισμένοι, και ούτε εσύ θα του σταθείς βοήθεια.
΄Εκτορα, αφού πέθανες ούτε εκείνος σε σένα΄ γιατί κι αν ξεφύγη από τον πολυδάκρυτο πόλεμο των Αχαιών, πάντα θα τον περιμένουν πίκρες και βάσανα γιατί άλλοι θα του πάρουν τα χτήματα.
Τη μέρα που ορφανεύει το παιδί χάνει όλους τους συνομήλικούς του, πηγαίνει πάντα σκυφτό, τα μάγουλά του είναι δακρυσμένα΄μη έχοντας να φάη πηγαίνει στους φίλους του πατέρα του, και τραβά άλλον από τη χλαίνα και άλλον από το χιτώνα. Κι αν κανείς από αυτούς το λυπηθή και του δώσει λιγάκι από την κούπα του, του βρέχει τα χείλια μόνο, τον ουρανίσκο του δεν του τον βρέχει. Το παιδί που έχει και τους δυο γονείς του σπρώχνει το ορφανό, πέρα απ' το τραπέζι, χτυπώντας το με το χέρι και προσβάλλοντάς το άσχημα :
Πήγαινε χάσου, τέτοιος που είσαι΄ ο πατέρας σου δεν τρώει στο τραπέζι μας!
Κλαίοντας το παιδί πηγαίνει στη μητέρα του τη χήρα, ο Αστυάνακτάς μας, αυτός που άλλοτε στα γόνατα τού πατέρα του έτρωγε μονάχα μεδούλι και αρνίσιο πάχος. Κι όταν το έπαιρνε ο ύπνος και έπαυε πια να παίζη, κοιμόταν στο κρεβάτι, στην αγκαλιά της παραμάνας, στο μαλακό του στρώμα, αφού η καρδιά του είχε γεμίσει από όλα τα καλά. ΄Ομως τώρα που έχασε τον πατέρα του, πολλά μπορεί να πάθη ο Αστυάνακτας, όπως τον λένε με δεύτερο όνομα οι Τρώες΄ γιατί μονάχα εσύ τους γλύτωνες τις πύλες και τα ψηλά τείχη.
Τώρα εσένα κοντά στα στρογγυλομύτικα καράβια μακριά από τους γονείς σου θα σε φάνε τα ευκίνητα σκουλήκια γυμνό, αφού πρώτα χορτάσουν οι σκύλοι΄ κι όμως για σένα είναι φυλαγμένα μέσα στο σπίτι μας φορέματα λεπτά και χαριτωμένα, φτιαγμένα από γυναίκεια χέρια. ΄Ολα αυτά εγώ θα τα κάψω πέρα πέρα με καφτερή φωτιά, μα εσύ δε θα έχεις τίποτα να κερδίσης, γιατί δε θα κείτεσαι μέσα σ' αυτά΄ μονάχα για να ακουστή το όνομά σου μέσα στους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες"
(Palazzo Jatta in Ruvo, Puglia)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου