Το ΄Επος του Γκιγκαλμές, βασιλιά της πόλης Ουρούκ της Μεσοποταμίας, προηγείται των Ομηρικών Επών κατά 1500 περίπου χρόνια. Η πιο ολοκληρωμένη γραφή του σε πήλινες πινακίδες με σφηνοειδή γραφή ανάγεται τον 7ο αιώνα π.Χ. και οφείλεται στον τελευταίο βασιλιά της Ασσυρίας, Σαρδανάπαλο.Το αντίγραφο αυτό ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα στις ανασκαφές της πόλης Νινευί. Αντίγραφα του ΄Επους βρέθηκαν επίσης σε άλλες πόλεις της Μέσης Ανατολής και σε άλλες γλώσσες όπως Ακκαδική Σημιτική, Ινδοευρωπαική Χιττιτική, Χαναιτική ή Υστεροπαλαιστινιακή.
Στο ΄Επος είναι ενσωματωμένη η ιστορία του Κατακλυσμού στα μέσα της 5ης χιλιετηρίδας.
|
Ο Κατακλυσμός του Μιχαήλ ΄Αγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα |
Ο Γκιλγκαμές, κατά τα δύο τρίτα θεός και κατά το ένα τρίτο άνθρωπος, ήταν γιος της Θεάς Νινσούν και ενός ιερέα. Τραγικός ήρωας παλεύει για να ξεφύγει από τη μοίρα του θανάτου κατακτώντας τη γνώση και μέσω αυτής την αθανασία. ΄Ενας μύθος με ιστορικές βάσεις όπου οι ανθρώπινες δυνάμεις στη σύγκρουσή τους με τις θεικές ηττώνται.
Το παρακάτω απόσπασμα από το ΄Επος είναι ο θρήνος του ήρωα για το θάνατο του Ενκιντού, φίλου, συντρόφου και προστάτη του στις τιτανικές αναμετρήσεις με τους θεούς.
"Ακούστε με μεγάλοι της Ουρούκ,
θρηνώ τον Ενκιντού, το φίλο μου,
βαριαστενάζω σα γυναίκα που θρηνεί,
κλαίω τον αδελφό μου.
Ε! Ενκιντού, τ' αγριολούλουδο και η γαζέλλα
που στάθηκαν πατέρας σου και μένα
και τα τετράποδα που βόσκαγαν μαζί σου
θρηνούν για σένα.
Του κάμπου και των λιβαδιών τ' αγρίμια,
οι δρόμοι μες τ' αγαπημένο σου κεδρόδασο
νύχτα και μέρα μουρμουρίζουν.
Και ο μεγάλος της τειχόκλειστης Ουρούκ
θρηνεί για σένα
το δάχτυλο της ευλογίας
τεντώνεται σε θρήνο.
Ε! Εκιντού, αδελφέ μου,
τσεκούρι ήσουν στα πλευρά μου
κι η δύναμή μου, το ξίφος πούσερνα στη ζωή μου
κι η ασπίδα πούμπαινε μπροστά μου
φανταχτερό μου ένδυμα, το λαμπρό στολίδι.
΄Ακουσε, γύρω όλη η χώρα αντηχεί
σα μια μητέρα που θρηνεί.
Τα μονοπάτια που διαβήκαμε μαζί, θρηνούν,
κι ο πάνθηρας, κι ο τίγρης και τ' αγρίμια
που κυνηγούσαμε μαζί
και το λιοντάρι, το ελάφι, η λεοπάρδαλη,
ο αίγαγρος, ο ταύρος κι η ελαφίνα.
Και το βουνό που το ποτίσαμε
και σφάξαμε το φύλακά του
θρηνεί για σένα.
Και ο Ουλά, ποτάμι του Ελάμ και
ο αγαπητός μας Ευφράτης
απ' όπου παίρναμε νερό για τα ασκιά μας
και οι πολεμιστές της τειχογύριστης Ουρούκ,
της πόλης όπου σκότωσες τον Ταύρο του Ουρανού,
θρηνούν για σένα.
Κι όλοι της Εριντού οι άνθρωποι
θρηνούν για σένα, Ενκιντού.
Κι οι θεριστές κι οι ζευγολάτες
που κουβαλούσανε καρπό για σένα
τώρα για σένανε θρηνούν.
Κι η πόρνη, που με λάδι ευωδιαστό σε άλειψε
κλαίει πικρά για σένα τώρα.
Κι οι υπηρέτες που μ' αρώματα σ'αλείψανε το σώμα
θρηνούν για σένα τώρα.
Του παλατιού οι γυναίκες που τη σύζυγο σούφερναν
μης δικής σου εκλογής το δαχτυλίδι,
κλαίνε πικρά για σένα τώρα.
Κι οι νιοι που στάθηκαν αδέλφια σου,
σα νάσανε γυναίκες,
ακούρευτα αφήσανε σε πένθος τα μαλλιά τους.
Τύχη κακή με έχει καταστρέψει.
Μικρέ μου αδερφέ, Εκιντού, αγαπημένε φίλε,
γιατί ο ύπνος τούτος σε κρατεί;
Χάθηκες μες στην ερημιά και δεν μπορείς ν' ακούσεις."
΄Αγαλμα της 4ης χιλιετηρίδας από την Ουρούκ.