Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ο θρήνος της Ελλάδας


Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου..
τη σοφία μου
την ομορφιά μου
τα πλούτη μου

Εκπόρνευσαν
το κορμί μου
στο παζάρι που έστησαν
στην αυλή τους 

Σκότωσαν και πούλησαν
τα παιδιά μου
στην αγορά ενός περαστικού 
λαοπλάνου ανέμου

 ΄Επαιξαν
με την ελπίδα μου
να νιώσω ελεύθερη

΄Εκαναν τα όνειρά μου
μόνιμους εφιάλτες
ατέλειωτης νύχτας

Βιάσαν την ψυχή μου
με τα χέρια της απληστίας τους

Σπίλωσαν την περηφάνεια μου
με τη γλώσσα της αμαρτίας τους

ΟΜΩΣ
ΟΙ ΑΝΟΗΤΟΙ...
ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΑΝ ΤΙΣ ΑΝΤΟΧΕΣ ΜΟΥ...

(Αφιερωμένο στα παιδιά της Ελλάδας)

Αχ Ελλάδα


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά

Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι

Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ' άγια χώματα της
πόνος και χαρά

Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά

Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ

και να μην σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι






Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Πάτρα, μια πόλη που αργοπεθαίνει

Πάτρα, μια πόλη που αργοπεθαίνει.  Θυμίζει τους στίχους του Τάκη Σινόπουλου


                                                (Η φωτογραφία από το TVXS)

"Και θα είσαι σαν ένα ποτάμι
που ξεράθηκε μέσα στις πέτρες.

Και θα είσαι σαν ένα παγώνι
που δεν έχει τώρα φτερά.

Και θα είσαι σαν ένα σαγόνι
που έχει ψεύτικα δόντια"

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Λαέ - Βασιλιά του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου 1849-1889


                    (Η εικόνα από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ)


Λαέ, σε κλέβουν, σε γελούν μεγάλοι τσαρλατάνοι!
πριν φας εσύ την κότα σου την τρώει η αλεπού!
Το βιος σου ξένοι χαίρονται και μοιάζεις τον τσοπάνη
που μες στη βαρυχειμωνιά δεν ξέρει από πού
στου λύκου τον αγριεμό θα πρωτοτρέμ' η στάνη!

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Αυτή η ανεργία του Μπέρτολτ Μπρεχτ 1898-1956

Αυτή η ανεργία (1930)



Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία
πρόβλημα είναι ακανθώδες.
Εφ' ω και η ευκαιρία
το Συμβούλιόν μας το εργώδες
να της αφιερώση μίαν...συζήτησιν
εφ' όσον η εργασία δεν έχει ζήτησιν.
Διότι είναι καθαρά θεομηνία
διά το έθνος η ανεργία.

Αίνιγμα αποτελεί διά πάντα τίμιον
πολίτην και υγιώς σκεπτόμενον
της ανεργίας το φαινόμενον.
Και επιπλέον, εξόχως επιζήμιον.
Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!
Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον,
εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,
δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,

και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν
του λαού, ήτις μάς είναι λίαν χρήσιμος.
Πρέπει λοιπόν δεόντως ν' αντιδράσωμεν.
Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος
εάν κρούσματα κοινωνικής έχωμεν αναταραχής,
ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!
Θα ήτο δια το έθνος απειλή ολεθρία,
που το μαστίζει τόση ανεργία!

Δεν συμφωνείτε, κύριοί μου;
Το συμφερότερον κατά την άποψίν μου,
είναι ν'  αποφασίσωμεν εάν το πρόβλημα ελύθη,
και να το παραδώσωμεν στην λήθη.

Την άποψή σας, να τη βράσουμε! Η ανεργία,
πληγή και παιδεμός του τόπου,
θα λείψει μοναχά τη μέρα όπου
θα μπείτε εσείς σε ανεργία!










Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ψηλά νερά Στίχοι:Μιχάλης Γκανάς Μουσική-Τραγούδι: Ανδρέας Ρούσσος





Στίχοι
Είδα ψηλά μια θάλασσα
ανάμεσα σε δυο βουνά,
τη φέραν και την κρύψανε
κάτι πουλιά θαλασσινά.
Μοιάζει με μάτι του Θεού
που κοιτάει τον ουρανό,
διαδήλωση νερού
μ' ένα θαλασσί πανό.
Είδα ψηλά μια θάλασσα
είδα και μια θαλασσινή,
που σήκωνε τα χέρια της
του ήλιου το λαμπρό σινί.
Αναλήφθηκαν κι δυο
μες στον άπατο ουρανό,
για ταξίδι μακρινό
με καράβι γυάλινο.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Πολυέλαιος του Κωνσταντίνου Καβάφη 1863-1933


Σε κάμαρα άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι μόνοι,
και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά,
καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει΄
και μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρώνει
μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή.


Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμμένη
από του πολυέλαιου την δυνατή φωτά,
διόλου συνηθισμένο φως δεν είν' αυτό που βγαίνει.
Γι' άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη
αυτής της ζέστης η ηδονή.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Ποίηση του Jaroslav Seifert από την Τσεχία 1901 - 1986 Βραβείο Νόμπελ 1984


         Από τη Συλλογή : ΄Ασχημα κελαηδάει το αηδόνι, 1926

     Παλιό πεδίο μάχης

                                             (Harlequin Picasso)

 
....Είναι νύχτα, πρωί, μες σε ομίχλες χάραξε η μέρα,
    σε ράκη τώρα χωμένοι όλοι κοιμούνται.
    Του Αρλεκίνου ο μανδύας είναι η γη
    ξεπατωμένη σκακιέρα,
    είναι η Ευρώπη.
          
   Από τη Συλλογή : Το ταχυδρομικό περιστέρι, 1929
  
   Χωρίς φτερά

                                  
   Είδα να πέφτει η αυτοκρατορία,
   αετούς χωρίς κεφάλια, αετούς χωρίς φτερά,
   τι θά' δινα δεν ξέρω
   κάτι τέτοιο να δω κι άλλη φορά......

   Ο ήχος του τυμπάνου


   ...Του φεγγαριού το αλκοόλ πήρε φωτιά...
  
   ...Το πρόσωπο του ανθρώπου,
   μια μάσκα
   που τη σκάλισε το μαχαίρι του πόνου...
  
   ...Ο αλαλαγμός του πλήθους
   γρήγορα ας φτάσε μέχρι εδώ
   και το τύμπανο της επανάστασης
   ας ηχήσει
   για να ευωδιάζει πάντα το ψωμί επάνω στο τραπέζι
   τους.


  

Walter de La Mare 1873-1956 από Αγγλία

Το παράθυρο

Πίσω απ' το παντζούρι κάθομαι, και βλέπω
πώς ο κόσμος περνά, πώς περνά, περνά
κι ούτε ένας προσέχει το άγρυπνό μου μάτι
που κοιτά, κοιτά.

Τη μικρή μου κάμαρα κανείς δε βλέπει
που στον ήλιο πλέει, ήλιο χαρωπό
κι ούτε ένας τους ξέρει αν είμαι εδώ,
ή αν φεύγω με το φως κι εγώ.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Bernard Spencer (1907-1963) από Βρετανία



Ο πλούτος ήλθε από τη θάλασσα, στο χέρσο αυτό νησί΄
δελφίνια που είν' η πλάτη τους σαν τόξο κολυμπάνε σαν μωσαικά σώματα,
όπου καπετάνιοι απ' την Ελλάδα χρήματα σωρεύαν
και τα αιχμηρά και κοίλα σχέδια στριφογυρνάν με την αντάρα της ορμής και της μανίας των κυμάτων.


Βήματα κατεβαίνουν στο λιμάνι. Και σ' αυτή την περιοχή
μπορούσες ν' αγοράσεις λάδι, καλαμπόκι ή άντρες και γυναίκες.
Ψηλά στον λόφο τον βουερό η Λητώ-γυναίκα
τον πόνο υπόφερε της γέννας, δίνοντας δυο θεούς στο θρύλο, λαμπρούς κι ανέραστους καθώς η θάλασσα.
Το ξέρουμε, η δουλεία δεν είναι μόνο αγοραία.
Εδώ ειδικά υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, ιερείς με τις πεντάρες τους.


Ξέρουμε την αυτοκρατορική δουλεία. Με το αλμυρό Αιγαίο ξεχύνονταν με κύματα από φλόγες κι από σκοτωμούς καυγάδες ξένων
ώσπου η ζωή εκομματιάστη, κι έγινε ησυχία.
Στις λεωφόρους τούτων των νεκρών θα σκέφτεσαι τη βία, την αγιοσύνη και τη βία, βία της θάλασσας που είναι πιο γαλάζια
κι από τα γαλανά μάτια΄ βία του ηλίου και της λατρείας του
βία του χρήματος και της λατρείας του.
Κι ήταν εδώ στο μώλο
που οι ξένοι αναζητούσαν την αλήθεια.

Ποιήματα της Dorothy Parker 1893-1967


(Αμερικανίδα ποιήτρια, πεζογράφος, κριτικός. Μεσουράνησε στη Νέα Υόρκη την περίοδο του Μεσοπολέμου.Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από δηκτική ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και επιθετική αντιμετώπιση του ερωτικού συντρόφου.Υπέρμαχος του φεμινιστικού κινήματος.)

Πηνελόπη

Στου ήλιου τα κρύφια μονοπάτια,
στα σταυροδρόμια των ανέμων,
όσο μακριά βλέπουν τα μάτια
θα χώνεται, σαν άγριος δαίμων
σκορπώντας γύρω του το δέος.

Εγώ μες στο άδειο σπίτι μόνη
καρτερικά θα περιμένω
σκυμμένη πάνω στο στημόνι,
θα ράβω, θα κεντάω, θα πλένω.
Αυτός, θα πούν, ήταν γενναίος.
                ............................


Οι πιστοί

Οι φίλοι μου εφύγανε μακριά
μα τι με μέλει εμένα;
Τους σκέπασε για πάντα η λησμονιά
σα ρόδα μαραμένα.

Κι αν ο στερνός κι αυτός μ' απαρνηθεί,
με γεια του με χαρά του,
μια και ξέρω πως όλοι μου οι εχθροί
μού είναι πιστοί μέχρι θανάτου.

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Τραγούδι : Δημοτικό μοιρολόι από την Πελοπόννησο



Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ' αηδόνια
με γέλασαν και μού ' πανε, ο Χάρος δε με παίρνει.
Μη με παίρνεις, Χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις.
΄Αιντε και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
βλέπω το Χάρο νά' ρχεται στο άλογο καβάλα.
Τι να κάνω, τι να κάνω, σαν σκεφτώ πως θα πεθάνω.

( Από τα αγαπημένα μου δημοτικά τραγούδια. Ανήκει στα τραγούδια της τάβλας. Το τραγουδούσαν στις οικογενειακές μαζώξεις κάποτε στις γιορτές και στα πανηγύρια, όταν οι συγγενείς ήσαν πιο δεμένοι απ' ό,τι σήμερα. Μου θυμίζει πρόσωπα που έφυγαν και είναι πια λησμονημένα. )

Ποίηση του Charles d' Orleans 1394-1465

(Γιος του Λουδοβίκου της Ορλεάνης και αδελφός του Καρόλου Ε΄. ΄Εζησε στην Αγγλία ως αιχμάλωτος, 25 περίπου χρόνια.΄Εγραψε με μελαγχολικό, πικρό και νοσταλγικό τόνο μπαλάντες και ροντώ - επανάληψη της κύριας ιδέας του ποιήματος στο τέλος ή με παραλλαγές ενδιάμεσα . Βασικός δημιουργός της γαλλικής ποίησης με επιρροή ακόμη και στους συμβολιστές.)

                                         Charles d' Orleans (Wikipedia)

- Ελπίδα πια μην καρτερείς.
- Ποιος το' πε αυτό; - Η Μελαγχολία.
- Ψέμματα λέει. - Μην το θαρρείς.
- ΄Ωστε έχετε μαζί φιλία!

- ΄Οχι, μα δε μπορεί κανείς
   νά' χει ούτε τόση αμφιβολία.
   Ελπίδα πια μην καρτερείς.
- Ποιος το' πε αυτό; - Η Μελαγχολία.

- Τότε ας αλλάξουμε ομιλία.
- Τι τάχα νέο θες να μου πεις;
- Ολύμπια κράτα αδιαφορία.
- ΄Ο,τι κι αν λες ματαιοπονείς.
  Ελπίδα πια μην καρτερείς.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Η αληθινή μου ιστορία του Νίκου Χουλιαρά

                                            (΄Εργο του Νίκου Χουλιαρά)

Την αληθινή μου ιστορία
δεν θα την διαβάσετε πουθενά.
Είναι γραμμένη έξω, στον αέρα.
Είναι στην ερημιά των δρόμων
των σπιτιών και των ανθρώπων
                         που αγάπησα.
Στη γη και στον ουρανό. Στο
πιο μεγάλο ανοιχτό βιβλίο
                         αυτού του κόσμου.

Συλλογή:Εικόνες στο ύψος της ζωής

(Νίκος Χουλιαράς : Λογοτέχνης, ζωγράφος, στιχουργός, μουσικός, τραγουδιστής)




Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Το διάγγελμα του Καραγκιόζη του Βασίλη Ρώτα (1889-1977)

(Απόσπασμα)


...................................................
Ακούστε λοιπόν οι εγκάτοικοι σε τούτη τη δοξασμένη χώρα
που η δόξα της έγινε σκόνη και την ίδια την τρώει η ψώρα,
ακούστε όσοι έχετε αυτιά και νου να τα κουνάει,
μικροί και μεγάλοι, εργαζόμενοι και χαραμοφάοι,
χτηματίες καλοφαγάδες και καλοκυράδες γλωσσούδες
μαγαζοσινεμαγυρίστρες και παρδαλές σουρλουλούδες,
βιομήχανοι, πολυμήχανοι, επιχειρηματίες, καταφερτζήδες,
τραπεζίτες, εφοπλιστές, χρηματέμποροι κι αεριτζήδες,
στολές και σχήματα, μαλλιαροί και ξουρισμένοι μεγαλουσιάνοι,
που ποτέ δεν πατάτε χάμω και κανείς δε σας πιάνει
που ζείτε σε σπίτια ψηλά κι όχι σε στρούγκες και μάντρες
τιτλούχοι, βαρβάτοι ή μουνούχοι,
διπρόσωποι και διγενήδες, όλο βασιλικοί άνδρες,
κι εσείς που γεννηθήκατε σε καλύβες και μεγαλώσατε σε παράγκες
παρακατιανοί και χυδαίοι και μιασμένοι αλήτες και μάγκες
κι εσείς το εποικοδόμημα και επιστέγασμα, οι διανοούμενοι
περίεργοι, λοξάτοι και καλοσυσταζούμενοι,
δασκάλοι, καθηγητάδες, ακαδημαικοί, γυαλάκηδες, χαρτογιακάδες,
κριτικοί λογοκόπανοι, μπουζουκάριοι, ποιηταράδες,
καλλιτέχνες σεινάμενοι και κουνάμενοι στο πατάρι και στο πανί,
σαλτιμπάγκοι, παλιάτσοι, τσουτζέδες*, μίμοι, ταχυδακτυλουργοί,
κοντυλοφόροι, φαρμακομύτηδες, σφήνες δημοσιογράφοι,
γραφιάδες, βαφιάδες, παραχαράκτες, γλύφτες και ζωγράφοι,
και σεις μολυντήρια και βαθρακοί* γιατροί και δικηγόροι
πολύ αχρείαστοι όπως κι εσείς οι κλητήρες και οι φόροι,
κι εσείς ξωμάχοι βλάχοι, χτηνοβοσκοί, γεωργοί και ζευγολάτες
κι όλοι όσοι δουλεύετε με τις δικές σας τις πλάτες,
κι εσείς δόλιοι εργάτες οι σκλάβοι με τα μεροκάματα
που μας ταίζετε όλους κι εσείς τρώτε ξεροκόματα,
κι εσείς οι χτίστες, οι μαστόροι και οικοδόμοι
που εξαιτίας σας δεν κοιμόνται ήσυχα οι αστυνόμοι,
κι εσείς ψαράδες, αμπελουργοί, ρετσινάδες και κηπουροί,
λασπάδες, γύφτοι, τσαγκαράδες, ραφτάδες και παραγιοί,
βαγενάδες*, ανυφαντές, μπακάληδες, φαρμακοτρίφτες,
αγωγιάτες, σωφέρηδες, σιδεροδρομικοί, ναυτικοί, αεροπόροι,
γυρολόγοι, ψιλικατζήδες, παλιατζήδες και νεκροφόροι,
υπάλληλοι, που στηρίζετε το Κράτος και τη Βία
κι όλοι εσείς παρακατιανοί κι ανώτερη συμμορία
κομματάρχες, πολιτικάντες, λαοπλάνοι, δημαγωγοί μικροί και μεγάλοι,
- από πού βρωμάει το ψάρι;
Από το κεφάλι -
...................................................
τσουτζές : γελωτοποιός
βαθρακός : βάτραχος
βαγενάδες : βαρελάδες

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Σημεία των καιρών....

Το πολιτικό μεθύσι του Ανδρέα Λασκαράτου

Το πολιτικό μεθύσι
μ' έζησε και θα με ζήσει΄
μ' ενθουσιάζει, με τραβάει
και ζιζάνια μού φυσάει,
κ' είναι μέθη αγαπητή,
που μου ευφραίνει την ψυχή.

Θέλω επιρροή στον Τόπο.
Τηνε θέλω μ' όποιο τρόπο.
Να μπορώ να μεταθέτω
δικαστάς, και να διαθέτω
θέσες στους ευνοικούς μου,
και να διώχνω τους εχθρούς μου.

Θέλω νά ΄χω εξουσία,
πέτε τήνε και μανία,
μα γι' αυτήνε ξεψυχώ΄
θέλω να κυριαρχώ.

Τί τη θέλω τη ζωή,
αν δεν έχω επιρροή;
Τί τη θέλω την Πατρίδα
χώρις εξουσίας ελπίδα;
Να με ιδεί εξουσιαστή
η Πατρίδα, και ας χαθεί.
Λυτρωτή της να με κράξει,
και, στο Διάολο, ας βουλιάξει.
Εμέ η δόξα μου να ζήσει,
και το ΄Εθνος ας ψοφήσει.

Τση εξουσίας το μεθύσι,
ως κι εκειό το θέλει η φύση,
κι αν η φύση μας το θέλει,
θαν το θέλω, τί σας μέλλει
ηθικοδιδάσκαλοί μας;

Μήπως οι αντιπρόσωποί μας,
ή όσοι άλλοι κυριαρχούνε
άλλο μέτρο αυτοί βαστούνε;
΄Ολοι παν τον ίδιο δρόμο,
με τον εδικό μου νόμο,
και σκουντρούνε τον πλησίον τους
όλοι, για το μεγαλείο τους.
...........................................


Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Ο Επίκουρος για το Θάνατο




     Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας΄ γιατί κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης.
     Γι' αυτό η γνώση του γεγονότος ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, μας κάνει ικανούς να απολαμβάνουμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ' αυτήν, αλλά γιατί απομακρύνει τον πόθο της αθανασίας.
    Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε φοβερό στο ζην για εκείνον που κατανόησε πραγματικά ότι δεν υπάρχει τίποτε το φοβερό στο να μη ζει.
    Επομένως, είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι γιατί θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά γιατί υποφέρει επειδή θα έρθει.Εκείνο που δεν φέρνει ταραχή όταν είναι παρόν, μάταια προξενεί λύπη όταν αναμένεται. 
    Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας - στο βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών΄ κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε.
   ΄Αρα ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους - εφόσον για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Σημεία των καιρών.....

Επίκουρος : Απόσπασμα από την
Επιστολή πρός Μενοικέα

Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι μέγιστο αγαθό, όχι για να μένουμε ευχαριστημένοι πάντοτε με τα λίγα, αλλά για να μπορούμε, όταν δεν έχουμε πολλά, να αρκούμαστε στα λίγα, με την ακράδαντη πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα εκείνοι που την έχουν μικρότερη ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό το αποκτούμε εύκολα ενώ το μάταιο δύσκολα.
Γιατί, όταν έχει εξαλειφθεί ο πόνος της έλλειψης, η λιτή τροφή μάς δίνει την ίδια ηδονή με τα πλούσια γεύματα΄ και το ψωμί και το νερό φέρνουν την υπέρτατη ηδονή, όταν προσφερθούν σε κάποιον τη στιγμή που τα χρειάζεται. Το να συνηθίζει, λοιπόν, κανείς στην απλή κι όχι στην πολυτελή διατροφή και βελτιώνει την υγεία και καθιστά τον άνθρωπο ακούραστο στις υποχρεώσεις της ζωής΄ κι όταν πότε πότε προσερχόμαστε σε πολυτελή γεύματα, μας προδιαθέτει καλύτερα γι' αυτά κι ακόμα μας προετοιμάζει να αντιμετωπίζουμε χωρίς φόβο τις μεταστροφές της ζωής.
(Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος φιλόσοφος, 341-270 π.Χ)

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Η Λήθη του Λορέντζου Μαβίλη


(Ασφόδελος : Το λουλούδι των νεκρών, του πένθους και της λησμονιάς.  Οι αρχαίοι ΄Ελληνες το φύτευαν στους τάφους γιατί όπως αναφέρει ο ΄Ομηρος, οι νεκροί αναπαύονταν στον ΄Αδη σε "ασφοδελόν λειμώνα" δηλαδή λιβάδι από ασφοδίλια, και τρέφονταν με τους κονδύλους του)
 
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ΄ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια απ' ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.

Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Παροιμία


                   ΄Οταν το φεγγάρι γεμίσει από φως,
                    να περιμένεις πως θα σβηστεί.
              Μα όταν χαθεί στον ουρανό και σβηστεί,
                   ξέρεις πως γρήγορα θα γεμίσει.


Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Tου Αργύρη Χιόνη (Από τη συλλογή : Τότε που η σιωπή τραγούδησε)


Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά ΄
από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο,
κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμη κι από γάτα.
Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

΄Υμνος στον ΄Ηλιο

Οι Ομηρικοί ΄Υμνοι δεν θεωρούνται ύμνοι του Ομήρου αλλά κάποιας "σχολής" του. Η προέλευση και  χρονολόγησή τους είναι δύσκολο να διαπιστωθούν. Ο παρακάτω ΄Υμνος στον ΄Ηλιο μοιάζει με προοίμιο έπους.


(΄Εργο του Γιόχαν Μπαμτίστ Τσίμερμαν, Bαυαρού ζωγράφου του 19ου  αιώνα. Easypedia.gr)

                                     ΄Υμνος στον ΄Ηλιο

Τον ΄Ηλιο αρχίνα πάλι να εξυμνείς τέκνο του Δία
ω Μούσα Καλλιόπη, τον λαμπρό, αυτόν που η βοόφθαλμη Ευρυφάεσσα τον γέννησε για το παιδί της Γης και του πολύαστρου Ουρανού΄
γιατί την ένδοξη Ευρυφάεσσα παντρεύτηκε ο Υπερίων
την αδελφή του, που σ' αυτόν τούκανε ωραία τέκνα
την ροδοδάχτυλη Ηώ και την ομορφοπλόκαμη Σελήνη
και τον ακάματο ΄Ηλιο όμοιο με τους αθανάτους,
που φέγγει στους θνητούς και τους αθάνατους θεούς
στους ίππους του καβάλα΄  κι άγρια κοιτάζει με τα μάτια του απ' το χρυσό του κράνος και λαμπρές αχτίδες απ' αυτόν στίλβουν αστραφτερά, και στους κροτάφους του οι παραγναθίδες λαμπρές με χάρη από ψηλά καλύπτουνε το πρόσωπο το τηλαυγές΄ κι ωραία λάμπει στο κορμί του η εσθήτα στην πνοή των ανέμων λεπτούφαντη, ενώ τ' αρσενικά του άλογα από κάτω τότε που στήνοντας αυτός το χρυσόζυγο άρμα και τους ίππουςθεσπέσιος τ' οδηγεί  στον ωκεανό απ' τον ουρανό.
Χαίρε άναξ, πρόθυμος εσύ πάρεχε βίον ευάρεστον΄
κι εγώ από σένα αρχίζοντας το γένος των θνητών ανθρώπων θα παινέψω των ημιθέων, που τα έργα τους δείξανε στους θνητούς οι θεοί.

(Ο Υπερίων ήταν Τιτάνας. Η Ευρυφάεσσα που σημαίνει πλατύφωτη ή Θεία ή Ευρυφάτεια ήταν Τιτανίδα. Το όνομα Θεία έχει ένας αστεροειδής.)

Ο θρήνος της Ανδρομάχης για τον νεκρό ΄Εκτορα

        (Η Ανδρομάχη θρηνεί τον ΄Εκτορα. Του Ζακ Λουί Νταβίντ. Μουσείο Λούβρου)

"΄Εκτορα, εγώ η δυστυχισμένη με την ίδια μοίρα, καθώς φαίνεται, γεννηθήκαμε κι δυο μας, εσύ στην Τροία, στο σπίτι του Πριάμου, εγώ στη Θήβα κάτω από την Πλάκο, με τα πολλά δάση, στο σπίτι του Ηετίωνα, που με ανάθρεψε όταν ήμουν μικρή, ο δύστυχος εμένα την άτυχη΄ μακάρι να μη με γεννούσε. Τώρα εσύ πας στα παλάτια του ΄Αδη, στα βάθη της γης, και μένα με αφήνεις σε μισητό πένθος χήρα στο σπίτι. Και ο γιος μας είναι ακόμα μωρό, που τον γεννήσαμε εμείς οι δυο, οι δυστυχισμένοι, και ούτε εσύ θα του σταθείς βοήθεια.
΄Εκτορα, αφού πέθανες ούτε εκείνος σε σένα΄ γιατί κι αν ξεφύγη από τον πολυδάκρυτο πόλεμο των Αχαιών, πάντα θα τον περιμένουν πίκρες και βάσανα γιατί άλλοι θα του πάρουν τα χτήματα.
Τη μέρα που ορφανεύει το παιδί χάνει όλους τους συνομήλικούς του, πηγαίνει πάντα σκυφτό, τα μάγουλά του είναι δακρυσμένα΄μη έχοντας να φάη πηγαίνει στους φίλους του πατέρα του, και τραβά άλλον από τη χλαίνα και άλλον από το χιτώνα. Κι αν κανείς από αυτούς το λυπηθή και του δώσει λιγάκι από την κούπα του, του βρέχει τα χείλια μόνο, τον ουρανίσκο του δεν του τον βρέχει. Το παιδί που έχει και τους δυο γονείς του σπρώχνει το ορφανό, πέρα απ' το τραπέζι, χτυπώντας το με το χέρι και προσβάλλοντάς το άσχημα :
Πήγαινε χάσου, τέτοιος που είσαι΄ ο πατέρας σου δεν τρώει στο τραπέζι μας!
Κλαίοντας το παιδί πηγαίνει στη μητέρα του τη χήρα, ο Αστυάνακτάς μας, αυτός που άλλοτε στα γόνατα τού πατέρα του έτρωγε μονάχα μεδούλι και αρνίσιο πάχος. Κι όταν το έπαιρνε ο ύπνος και έπαυε πια να παίζη, κοιμόταν στο κρεβάτι, στην αγκαλιά της παραμάνας, στο μαλακό του στρώμα, αφού η καρδιά του είχε γεμίσει από όλα τα καλά. ΄Ομως τώρα που έχασε τον πατέρα του, πολλά μπορεί να πάθη ο Αστυάνακτας, όπως τον λένε με δεύτερο όνομα οι Τρώες΄ γιατί μονάχα εσύ τους γλύτωνες τις πύλες και τα ψηλά τείχη.
Τώρα εσένα κοντά στα στρογγυλομύτικα καράβια μακριά από τους γονείς σου θα σε φάνε τα ευκίνητα σκουλήκια γυμνό, αφού πρώτα χορτάσουν οι σκύλοι΄ κι όμως για σένα είναι φυλαγμένα μέσα στο σπίτι μας φορέματα λεπτά και χαριτωμένα, φτιαγμένα από γυναίκεια χέρια. ΄Ολα αυτά εγώ θα τα κάψω πέρα πέρα με καφτερή φωτιά, μα εσύ δε θα έχεις τίποτα να κερδίσης, γιατί δε θα κείτεσαι μέσα σ' αυτά΄ μονάχα για να ακουστή το όνομά σου μέσα στους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες"


                                                   (Palazzo Jatta in Ruvo, Puglia)

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Ο θρήνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο

                  (Ο Αχιλλέας φροντίζει την πληγή του Πατρόκλου. Μουσείο Βερολίνου)

Οι Αχαιοί όλη τη νύχτα έκλαιγαν με βογγητά θρηνώντας τον Πάτροκλο, κι ανάμεσά τους ο γιος του Πηλέα έκανε την αρχή στο θλιβερό θρήνο βάζοντας τα ανδροφόνα χέρια του πάνω στα στήθη του συντρόφου του, αναστενάζοντας πολύ συχνά, σαν λιοντάρι με πυκνή χαίτη, που του έχει αρπάξει τα παιδιά κάποιος ελαφοκυνηγός από το πυκνό δάσος. Εκείνο, που φτάνει αργότερα,πικραίνεται, και τριγυρνά πολλά φαράγγια ψάχνοντας για τ' αχνάρια του ανθρώπου, μήπως τον βρει πουθενά, γιατί είναι πολύ δυνατός ο θυμός που τον έχει πιάσει.΄Ετσι κι αυτός βαριά στενάζοντας μιλούσε κι έλεγε στους Μυρμιδόνες :

" Αλίμονό μου, ψεύτικος ήταν ο λόγος που έβγαλα τη μέρα εκείνη, καθώς έδινα κουράγιο στο γενναίο Μενοίτιο στο παλάτι μας. Του έλεγα πως θα του πάω πίσω στον Οπούντα τον ένδοξο γιο του, αφού πρώτα θα έχη κυριέψει το ΄Ιλιο και πάρει το ανάλογο μερτικό από τα λάφυρα. Μα ο Δίας δε δίνει τέλος σε όλα τα σχέδια των ανθρώπων. Γιατί είναι γραφτό να κοκκινίσουμε με το αίμα μας την ίδια γη και οι δυο μας, εδώ στην Τροία.  
Γιατί ούτε κι εμένα γυρισμένο πίσω θα δεχτή στο παλάτι ο γέροντας Πηλέας που κυβερνάει τ' άλογα, ούτε η μάνα μου η Θέτιδα, μόνο θα με σκεπάση αυτή εδώ η γη. Τώρα όμως αφού, Πάτροκλε, θα έρθω κάτω από τη γη ύστερα από σένα, δε θα σε θάψω, πριν φέρω εδώ τα όπλα και το κεφάλι του ΄Εκτορα, του γενναίου φονιά σου, και κόψω τους λαιμούς από δώδεκα λαμπρά παιδιά των Τρώων μπροστά από τα πυρά σου, από το θυμό μου που σκοτώθηκες. Ως τότε θα μου κείτεσαι έτσι κοντά στα στρογγυλομύτικα καράβια, και γύρω από σένα γυναίκες Τρωαδίτισσες και Δαρδανίδες βαθύζωνες θα κλαίνε χύνοντας δάκρυα νύχτα και μέρα, αυτές που εμείς οι ίδιοι κερδίσαμε με κόπο, με τη δύναμη και το μακρύ δόρυ μας, όταν πατούσαμε πλούσιες πολιτείες θνητών ανθρώπων"
(Μετάφραση Ο. Κομνηνού - Κακριδή)

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Αυτός του Vasko Popa από τη Σερβία



Μερικοί κόβουν με τα δόντια το χέρι
ή το πόδι ή οτιδήποτε των άλλων

τ' αρπάζουν ανάμεσα στα δόντια τους
φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν
το θάβουν μες στη γη

οι άλλοι τρέχουν σ' όλες τις κατευθύνσεις
μυρίζουν ψάχνουν μυρίζουν ψάχνουν
ανασκάβουν όλη τη γη

αν κάποιοι είναι αρκετά τυχεροί να βρουν το χέρι τους
ή το πόδι τους ή οτιδήποτε
είναι η σειρά τους να δαγκώσουν.
Το παιχνίδι συνεχίζεται ζωηρά


όσο υπάρχουν χέρια
όσο υπάρχουν πόδια
όσο υπάρχει κάτι οτιδήποτε

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Το ΄Επος του Γκιλγκαμές

                    

Το ΄Επος του Γκιγκαλμές, βασιλιά της πόλης Ουρούκ  της Μεσοποταμίας, προηγείται των Ομηρικών Επών κατά 1500 περίπου χρόνια. Η πιο ολοκληρωμένη γραφή του σε πήλινες πινακίδες με σφηνοειδή γραφή ανάγεται τον 7ο αιώνα π.Χ. και οφείλεται στον τελευταίο βασιλιά της Ασσυρίας, Σαρδανάπαλο.Το αντίγραφο αυτό ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα στις ανασκαφές της πόλης Νινευί. Αντίγραφα του ΄Επους βρέθηκαν επίσης  σε άλλες πόλεις της Μέσης Ανατολής και σε άλλες γλώσσες όπως Ακκαδική Σημιτική, Ινδοευρωπαική Χιττιτική, Χαναιτική ή Υστεροπαλαιστινιακή.

Στο ΄Επος είναι ενσωματωμένη η ιστορία του Κατακλυσμού στα μέσα της 5ης χιλιετηρίδας.

Ο Κατακλυσμός του Μιχαήλ ΄Αγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα

 Ο Γκιλγκαμές, κατά τα δύο τρίτα θεός και κατά το ένα τρίτο άνθρωπος, ήταν γιος της Θεάς Νινσούν και ενός ιερέα. Τραγικός ήρωας παλεύει για να ξεφύγει από τη μοίρα του θανάτου κατακτώντας τη γνώση και μέσω αυτής την αθανασία. ΄Ενας μύθος με ιστορικές βάσεις όπου οι ανθρώπινες δυνάμεις στη σύγκρουσή τους με τις θεικές ηττώνται.
Το παρακάτω απόσπασμα από το ΄Επος είναι ο θρήνος του ήρωα για το θάνατο του Ενκιντού, φίλου, συντρόφου και προστάτη του στις τιτανικές αναμετρήσεις με τους θεούς.

"Ακούστε με μεγάλοι της Ουρούκ,
θρηνώ τον Ενκιντού, το φίλο μου,
βαριαστενάζω σα γυναίκα που θρηνεί,
κλαίω τον αδελφό μου.
Ε! Ενκιντού, τ' αγριολούλουδο και η γαζέλλα
που στάθηκαν πατέρας σου και μένα
και τα τετράποδα που βόσκαγαν μαζί σου
θρηνούν για σένα.
Του κάμπου και των λιβαδιών τ' αγρίμια,
οι δρόμοι μες τ' αγαπημένο σου κεδρόδασο
νύχτα και μέρα μουρμουρίζουν.
Και ο μεγάλος της τειχόκλειστης Ουρούκ
θρηνεί για σένα
το δάχτυλο της ευλογίας
τεντώνεται σε θρήνο.
Ε! Εκιντού, αδελφέ μου,
τσεκούρι ήσουν στα πλευρά μου
κι η δύναμή μου, το ξίφος πούσερνα στη ζωή μου
κι η ασπίδα πούμπαινε μπροστά μου
φανταχτερό μου ένδυμα, το λαμπρό στολίδι.
΄Ακουσε, γύρω όλη η χώρα αντηχεί
σα μια μητέρα που θρηνεί.
Τα μονοπάτια που διαβήκαμε μαζί, θρηνούν,
κι ο πάνθηρας, κι ο τίγρης και τ' αγρίμια
που κυνηγούσαμε μαζί
και το λιοντάρι, το ελάφι, η λεοπάρδαλη,
ο αίγαγρος, ο ταύρος κι η ελαφίνα.
Και το βουνό που το ποτίσαμε
και σφάξαμε το φύλακά του
θρηνεί για σένα.
Και ο Ουλά, ποτάμι του Ελάμ και
ο αγαπητός μας Ευφράτης
απ' όπου παίρναμε νερό για τα ασκιά μας
και οι πολεμιστές της τειχογύριστης Ουρούκ,
της πόλης όπου σκότωσες τον Ταύρο του Ουρανού,
θρηνούν για σένα.
Κι όλοι της Εριντού οι άνθρωποι
θρηνούν για σένα, Ενκιντού.
Κι οι θεριστές κι οι ζευγολάτες
που κουβαλούσανε καρπό για σένα
τώρα για σένανε θρηνούν.
Κι η πόρνη, που με λάδι ευωδιαστό σε άλειψε
κλαίει πικρά για σένα τώρα.
Κι οι υπηρέτες που μ' αρώματα σ'αλείψανε το σώμα
θρηνούν για σένα τώρα.
Του παλατιού οι γυναίκες που τη σύζυγο σούφερναν
μης δικής σου εκλογής το δαχτυλίδι,
κλαίνε πικρά για σένα τώρα.
Κι οι νιοι που στάθηκαν αδέλφια σου,
σα νάσανε γυναίκες,
ακούρευτα αφήσανε σε πένθος τα μαλλιά τους.
Τύχη κακή με έχει καταστρέψει.
Μικρέ μου αδερφέ, Εκιντού, αγαπημένε φίλε,
γιατί ο ύπνος τούτος σε κρατεί;
Χάθηκες μες στην ερημιά και δεν μπορείς ν' ακούσεις."

                                      ΄Αγαλμα της 4ης χιλιετηρίδας από την Ουρούκ.